η ταυτότητά μας

η ταυτότητά μας

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Για το μαγκάλι...

Γράφει  :Στάθης Καραστάθης


Η ιστορία με το μαγκάλι στη Λάρισα ήταν το πιο πρόσφατο και μάλλον τελειωτικό(;) χτύπημα στην τσακισμένη αξιοπρέπεια μας ως κοινωνικoύ συνόλου σ’ αυτή τη χώρα. Δεν εννοώ τι καλά που ήμασταν παλιότερα, άλλωστε αυτή η  φούσκα ευημερίας έσκασε  οριστικά στα μούτρα μας, αλλά γιατί αν κάτι είχε για να υπερηφανεύεται η ελληνική κοινωνία ήταν για τα περίφημα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά της, τους συνεκτικούς της δεσμούς, για την αλληλεγγύη της προς το συνάνθρωπο.
 Θυμάμαι πολλές φορές να ακούω  για την ανθρωπιά και τη ζεστασιά του Έλληνα, σε σχέση με τον ψυχρό βορειοευρωπαίο και σκεφτόμουν ότι παρά την υπερβολή, παρά τη γλυκιά μας αυταπάτη, παρά τη γενίκευση, ίσως κάπου να υπήρχε μια βάση, μια αλήθεια σ’ αυτήν τη σκέψη.  
Το περιστατικό στη Λάρισα-μια τραγική ιστορία με δυο νέα παιδιά να χάνουν τη ζωή τους και άλλα τρία στο νοσοκομείο να κερδίζουν απ’ ότι φαίνεται τη μάχη- ήταν χωρίς αμφιβολία αποτέλεσμα της δεινής οικονομικής κατάστασης τους, αλλά και της άγνοιας και της απροσεξίας των παιδιών που κοιμήθηκαν με το μαγκάλι μέσα στο σπίτι. 

Ο κανιβαλισμός που ακολούθησε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης από τηλεδημοσιογράφους, από νεόκοπους πολιτικούς, από υποστηρικτές ή πολέμιους της κυβερνητικής πολιτικής, οι λεκτικές αντιπαραθέσεις, για τις αιτίες που προκάλεσαν το τραγικό αυτό γεγονός, μεταξύ κομμάτων, πολιτικών αρχηγών, ακόμη και φοιτητικών παρατάξεων, έφερε στην επιφάνεια με τον πλέον εύγλωττο τρόπο, την τραγική διαπίστωση ότι η κοινωνία μας είναι τόσο διαιρεμένη και ασύνδετη, που πλέον δε μπορεί να  συζητήσει, να προβληματιστεί ή ακόμα και να θρηνήσει τα παιδιά της. 

 Η συνέχεια αυτής της τραγικής διαπίστωσης οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο συμπέρασμα ότι όσο οι συνθήκες δυσκολεύουν, τόσο οι όποιοι δεσμοί θα χαλαρώνουν και η καθημερινότητα θα γίνεται πεδίο βίας λεκτικής, σωματικής, ψυχολογικής. Γι’ αυτό άλλωστε τα κηρύγματα μίσους γνωρίζουν τέτοια απήχηση. 
      
 Την περασμένη Τρίτη στην κεντρική πλατεία της πόλης της Χαλκίδας συγκεντρώθηκαν μερικές εκατοντάδες συμπολίτες μας να αποτίσουν σιωπηλό φόρο τιμής στα δύο τραγικά θύματα αυτής της ιστορίας και κυρίως στο παιδί της πόλης, τον Νίκο. 
 Άναψαν κεράκια σχηματίζοντας το όνομα του και τις λέξεις “Φτάνει πια”, προκειμένου να εκφράσουν την αγανάκτηση τους  και τη διαμαρτυρία τους για τον άδικο χαμό δύο παιδιών. 
Πολλοί απ’ αυτούς βρέθηκαν εκεί από κίνητρα αγνά, κάποιοι από περιέργεια, κάποιοι από οργή και ορισμένοι –«επαγγελματίες» του συνδικαλισμού, της πολιτικής και γενικώς «εργολάβοι» παντός είδους -βρέθηκαν για να τους τραβήξουν οι κάμερες των αθηναϊκών καναλιών. 
Οι γνωστοί μαϊντανοί βυθισμένοι στη μετριότητα τους, που αν η ζωή μας ήταν τηλεοπτική εκπομπή-μήπως αυτό συμβαίνει τελικά-, θα είχαν τον ρόλο του πανελίστα, να μιλάνε και να ουρλιάζουν για τα πάντα.
 Υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Απλά να ξέρουν ότι τους βαρεθήκαμε. 
Άλλωστε, δυστυχώς, περιμένει μια νέα γενιά παραγοντίσκων να πάρει τη θέση τους.
 Ίσως κάποιοι απ’ αυτούς να αποδειχθούν πιο άξιοι από τους προκάτοχους τους. 
Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, έτσι μας έμαθαν να λέμε τουλάχιστον. 
Η ελπίδα και η Ελλάδα.