Κατά 38% υψηλότεροι είναι οι μισθοί στον δημόσιο τομέα έναντι του ιδωτικού με τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, όπως φαίνεται, να είναι εκείνοι που πληρώνουν βαριά ακόμη και σήμερα τη διαφαινόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα παίρνουν κατά μέσο όρο καθαρό μηνιαίο μισθό 777 ευρώ την ώρα που οι υπάλληλοι του δημοσίου αμείβονται με αρκετά περισσότερα χρήματα, συγκεκριμένα ο μέσος μισθός τους ανέρχεται στα 1.075 ευρώ.
Στο εβδομαδιαίο δελτίο του ο ΣΕΒ παραθέτει αναλυτικά στοιχεία των αμοιβών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα που δείχνουν ότι στο α’ εξάμηνο του 2017 οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα είχαν απώλεια -1,3% (έναντι αύξησης +0,7% και +2,3% το 2015 και 2016 αντιστοίχως) την ώρα που στο δημόσιο συνέχισαν έστω και οριακά να αυξάνονται οι μισθοί κατά 0,1% ενώ το 2015 είχαν αυξηθεί κατά 3,2% και το 2016 κατά 1,9%.!
Έτσι οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα έχασαν το μήνα περίπου δέκα ευρώ.
Σημαντικές διαφορές διαπιστώνει η έρευνα
Στην έκθεσή και μετά την ανάλυση των στοιχείων αμοιβών (μισθών και απασχόλησης), διαπιστώνεται καταρχάς ότι επικρατούν διαφορετικές συνθήκες μισθών και απασχόλησης στον ιδιωτικό απ’ ό,τι στο δημόσιο τομέα που είναι σημαντικές.
Το α’ τρίμηνο του 2017, οι μισθωτοί στο δημόσιο τομέα (806,2 χιλιάδες άτομα) είναι το 51% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (1.588,5 χιλιάδες άτομα), δηλαδή το 34% του συνόλου των μισθωτών, ενώ δραστηριοποιούνται στην οικονομία και 1.264,6 χιλιάδες άτομα σε ατομικές επιχειρήσεις και σαν ελεύθεροι επαγγελματίες.
Η ανάκαμψη μπορεί να έχει ημερομηνία λήξης
Την ίδια ώρα ο ΣΕΒ κρούει καμπανάκι για την ανάκαμψη επισημαίνοντας στο ίδιο δελτίο ότι μπορεί να αποδειχθεί ασταθής και να έχει ημερομηνία λήξης εάν και εφόσον οι εξωγενείς παράγοντες (τουρισμός και εξαγωγές) πάψουν να έχουν την ίδια ένταση και οι μεταρρυθμίσεις σε κράτος και οικονομία σταματήσουν ή παλινδρομήσουν προς τα πίσω.
«Η οικονομία ανακάμπτει λόγω αύξησης της ζήτησης, που επηρεάζεται κυρίως από εξωγενείς παράγοντες (τουρισμός, εξαγωγές). Η συνεπακόλουθη αύξηση της απασχόλησης δεν συνοδεύεται, όμως, και από υψηλότερους μισθούς, καθώς η ανεργία διατηρείται ακόμη σε υψηλά επίπεδα. Αυτό συμβαίνει ακριβώς διότι παραμένει η αβεβαιότητα στην διατήρηση της ζήτησης χωρίς να έχει αναδιαταχθεί το παραγωγικό πρότυπο προς εξωστρεφείς βιομηχανικές δραστηριότητες.
Ως εκ τούτου, η ανάκαμψη είναι υποτονική καθώς δεν ενισχύεται η πλευρά της προσφοράς (διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, κερδοφόρες ιδιωτικές επενδύσεις, φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον, κ.α.) και η παραγωγή παραμένει καθηλωμένη.
Επιπροσθέτως, η ανάκαμψη αυτή μπορεί να αποδειχθεί ασταθής, και ενδεχομένως, να έχει και ημερομηνία λήξης, εάν και εφόσον οι εξωγενείς παράγοντες πάψουν να επενεργούν με την ίδια ένταση στην ελληνική οικονομία και οι μεταρρυθμίσεις σε κράτος και οικονομία σταματήσουν ή παλινδρομήσουν προς τα πίσω.
Και καταλήγει το σχετικό κεφάλαιο: «Εάν δεν ενθαρρυνθούν νέες ιδιωτικές επενδύσεις σε παραγωγικές δομές και αν δεν στραφεί η βιομηχανία μας προς νέες κατευθύνσεις ώστε η ανάκαμψη να γίνει αυτοτροφοδοτούμενη, η χώρα θα συνεχίσει να υπόκειται σε αστάθμητους παράγοντες αμφιβόλου αποτελεσματικότητας».