Η επιθετικότητα της Τουρκίας και ο τρόπος με τον οποίον την αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι, ιδιαίτερα η Γερμανία, νομίζω ότι πρέπει να μας αφυπνίσει.
Αυτοκτονούμε:
ενώ βρισκόμαστε στη χειρότερη γειτονιά της Ευρώπης, δεν έχουμε σταθερές συμμαχίες· τη θέση μας επιδεινώνει το μόνιμο αίσθημα του αδικημένου (με πραγματική ή φαντασιακή βάση).
Για το πρώτο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα·
για το δεύτερο έχουμε ευθύνη· αν και όχι ολόκληρη την ευθύνη.
ο τρίτο οφείλεται στην πολιτική μας κουλτούρα που έχει διαμορφωθεί ήδη από τη φύση και τον προσανατολισμό της Ελληνικής Επανάστασης.
Ο αντιευρωπαϊσμός και ο αντιαμερικανισμός –των λαϊκιστικών κυβερνήσεων, άρα και του πληθυσμού–, η απροθυμία μας ως προς το περιβόητο ανήκειν στη Δύση μάς έχουν απομονώσει·
ποτέ δεν αισθανθήκαμε μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας – όσο για τη νατοϊκή, τη θεωρούσαμε συμμορία αίσχους.
Ωστόσο, οι διεθνείς σχέσεις στηρίζονται σε ισορροπίες, σε διελκυστίνδες· όχι σε συνθήματα.
Εμείς πορευόμαστε με συνθήματα:
ο Ανδρέας Παπανδρέου και το κόμμα του, μαζί με τους βασιλόφρονες της βαθιάς επαρχίας, αν και ζητούσε δανεικά και «βοήθεια» από τις ΗΠΑ και την ΕΕ κατέστησε τα αντιδυτικά συνθήματα επίσημη ιδεολογία του κράτους.
Και η αριστερά κέρδισε τον πολιτιστικό πόλεμο υποβοηθούμενη από τη μετριότητα των ηγεσιών στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, από τις χοντράδες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κι από την επαμφοτερίζουσα συμπεριφορά του ΝΑΤΟ, το οποίο έχει ως μέλη δύο παραδοσιακούς εχθρούς.
Έτσι, χάσαμε την ευκαιρία να ενσωματωθούμε ισότιμα και ψύχραιμα στους δυτικούς θεσμούς.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου αναζητούσε συμμαχίες σε προσωποπαγή τριτοκοσμικά καθεστώτα και σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να βρει στηρίγματα στη «Λαϊκή» δημοκρατία της Κίνας και στη Ρωσία. Μακάρι να τα βρει.
Αυτή η αντίσταση εναντίον της Δύσης –στην πραγματικότητα, εναντίον του εκσυγχρονισμού– χρονολογείται από την εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας και της βασιλείας του Όθωνα.
Στην πιο πρόσφατη ιστορία έχει αποκτήσει τόσο ορθολογικό όσο και φαντασιακό υπόβαθρο: πράγματι, η Βρετανία και οι ΗΠΑ στήριξαν τον κυβερνητικό στρατό στον εμφύλιο πόλεμο στο πλαίσιο της πολιτικής ανάσχεσης του κομμουνισμού και της εφαρμογής της συμφωνίας της Γιάλτας·
πράγματι, η χούντα των συνταγματαρχών σχετιζόταν με αμερικανικά συμφέροντα (χωρίς η ίδια να προωθεί «εξαμερικανισμό» στο εσωτερικό·
αντιθέτως, στην επταετία, οι «ρίζες» εμφανίζονταν ως ασφυκτική στενοχωρία)·
πράγματι, οι ΗΠΑ ευνόησαν την Τουρκία έναντι της Ελλάδας στην Κύπρο (καθώς και σε ζητήματα στρατιωτικής βοήθειας), ενώ, στη συνέχεια, επέκριναν ξανά και ξανά την Ελλάδα διότι θώπευε την αριστερή τρομοκρατία.
Στο τελευταίο είχαν δίκιο.
Η ΕΕ, από την πλευρά της, ενώ επί χρόνια έκανε τα στραβά μάτια στη διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων, το 2010 σκλήρυνε τη στάση της και μας έθεσε υπό επιτήρηση. Μας πρότεινε ορισμένες μεταρρυθμίσεις (που δεν κάναμε) και μας επέβαλε ορισμένα μέτρα φτωχοποίησης τα περισσότερα από τα οποία οφείλονται στην απουσία των μεταρρυθμίσεων.
Οι ηγεσίες μας, τρομαγμένες από τα έξαλλα πλήθη –εμάς– παρέμειναν σε εκκρεμότητα ανάμεσα στην ευρωπαϊκή πίεση και στη λαϊκή κατακραυγή.
Κι ενώ, σε ιδανικές συνθήκες, θα έπρεπε να αλλάξουμε το οικονομικό μας μοντέλο, εμείς το διατηρήσαμε με πείσμα, σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο, καταλήγοντας στην έσχατη πενία και στον μαχητικό αντιευρωπαϊσμό: αναδιπλωνόμαστε στον ανίσχυρο αλλά υπερήφανο εαυτό μας.
Σήμερα, οι Έλληνες νοσταλγούν την παλιά τους φτωχογειτονιά όπου οι νοικοκυρές ζητούσαν λίγη ζάχαρη από τη γειτόνισσα «για να μην κατέβουν στον μπακάλη» κι όπου τα παιδιά έπαιζαν στην αλάνα.
Αυτά είναι τα οράματά μας:
oriental γραφικότητες, παρελθοντολατρία, τεχνοφοβία· και αντιδυτισμός που δεν μπορεί να ερμηνευθεί αποκλειστικά μέσω της κακής πολιτικής της Δύσης και του ανθελληνικού πνεύματος.
Η κουλτούρα του underdog υπαγορεύει απόρριψη ή και μίσος όχι μόνο γι’ αυτά που κάνουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ, αλλά γι’ αυτά που είναι.
Απορρίπτουμε, με κυμαινόμενα αρνητικά αισθήματα, τους «ισχυρούς» και, παραδόξως, το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που τους κατέστησε ισχυρούς.
Παραλλήλως, απορρίπτουμε τους δικούς μας θεσμούς χωρίς να κάνουμε τίποτα για να τους βελτιώσουμε.
Επιγραμματικά, ο αντιδυτισμός μας πρέπει να αποδοθεί
1) στο στάτους των μεγάλων δυνάμεων (εμείς είμαστε «μικροί»: size matters από την ανάποδη)
2) σε παραπληροφόρηση ως προς τον αμερικανικό και ευρωπαϊκό τρόπο ζωής έναντι του οποίου προβάλλουμε τον «ανώτερο» ελληνικό
3) σε συνωμοσιολογική σκέψη
4) στα εθνικά στερεότυπα
5) σε λανθάνουσες θρησκευτικές αντιθέσεις με τη Δυτική Εκκλησία (η Ορθοδοξία μάς οδήγησε σε φιλοσερβικές θέσεις στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, ενώ, στη συνέχεια, όταν οι μουσουλμάνοι άρχισαν να επιδίδονται σε εγκλήματα στραφήκαμε υπέρ των μουσουλμάνων)
6) σε αντισημιτισμό που μεταμφιέζεται σε αντίθεση στην πολιτική του Ισραήλ, το οποίο, με τη σειρά του, ευθυγραμμίζεται με τους ισχυρούς.
Όταν η εχθροπάθεια και η ρητορική μίσους κατευθύνονται προς underdogs (σαν εμάς) αποδοκιμάζονται ή και τιμωρούνται.
Η πολιτική ορθότητα απαγορεύει την εξωτερίκευση περιφρόνησης και αγανάκτησης εναντίον Αράβων, Ιρανών, Αφρο-αμερικανών, ακόμα και Κινέζων που κάθε άλλο παρά underdogs είναι στο σύγχρονο τοπίο των διεθνών σχέσεων.
Αντιθέτως, ο αντιδυτισμός είναι εύσημο και συχνά επιβραβεύεται· ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θεωρούνται συμπαγής καπιταλιστικός κορμός ―ο οποίος, επιπλέον, εμπλέκεται σε κακόβουλη ανθελληνική συμπαιγνία.
Έχουμε παγιδευτεί σε δύο σχήματα folie à deux (εφόσον όντως έχει αναπτυχθεί ανθελληνισμός) που ανάγονται στο απώτερο παρελθόν και στο γεγονός ότι δεν εννοούμε να προσχωρήσουμε στη νεωτερικότητα.
Παλιότερα, η έλλειψη υπολογίσιμης αστικής τάξης και φιλελεύθερης παράταξης μάς οδήγησε σε δουλοπρεπή προσκόλληση στις ΗΠΑ και, παραλλήλως, στον εξοβελισμό του δυτικού τρόπου ζωής και στην αποθέωση της «ελληνικότητας».
Ωστόσο, οι ηγεσίες μας έχουν μάθει να προσδοκούν σωτηρία από τη Δύση, ενώ, ανέκαθεν, την απέρριπταν ως τα σύγχρονα Γόμορρα.
Ο ξένος μεσσιανισμός (Βαυαροί, Βρετανοί, θείοι από την Αμερική, σχέδιο Μάρσαλ, ευρωπαϊκή χρηματοδότηση κτλ) σκόνταφτε στην ελληνική εσωστρέφεια, στην πολιτιστική ανασφάλεια, στον αριστερό και δεξιό ριζοσπαστισμό.
Η συμπεριφορά μας μού θυμίζει τον συγκάτοικό μου τον Ραμπά, στο Παρίσι, στη δεκαετία του 1980.
Πήγαμε με τον Ραμπά να νοικιάσουμε ένα σπίτι· το σπίτι μάς άρεσε πολύ αλλά το ενοίκιο ήταν υπερβολικά υψηλό για τα εισοδήματά μας. Οι Γάλλοι ιδιοκτήτες, αφού κοίταξαν τα έγγραφα που είχαμε προσκομίσει, αποφάσισαν να μη μας νοικιάσουν το σπίτι.
Ο Ραμπά, ως Αλγερινός, έγινε έξαλλος και κατηγόρησε τους ιδιοκτήτες για «ρατσισμό»· όσο για μένα, που δεν είχα καμιά εμπειρία ρατσισμού εναντίον μου, ένιωσα ανακούφιση: οι ιδιοκτήτες δεν ήταν σίγουροι ότι θα πληρώναμε το ενοίκιο και προτίμησαν κάποιον με υψηλότερο εισόδημα.
Ο Ραμπά, με την υπερευθιξία του underdog (πραγματικού ή φαντασιακού) αισθανόταν αδικημένος· εγώ αισθανόμουν ότι οι Γάλλοι ιδιοκτήτες με είχαν προστατέψει από ένα λάθος.
Σώτη Τριανταφύλλου
athensvoice.gr