Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1993, στην εντυπωσιακή σε όγκο και παλμό σύναξη μεγάλου πλήθους από όλη τη Μακεδονία στην παραλία της Θεσσαλονίκης, ο Ανδρέας Παπανδρέου εκστόμιζε από το μπαλκόνι την ιστορική φράση «Το Όνομά μας είναι η ψυχή μας».
Είκοσι μέρες αργότερα στην Αθήνα, στην τελευταία μεγάλη συγκέντρωση εκείνης της προεκλογικής περιόδου, ο ίδιος καθόριζε δημοσίως την ανυποχώρητη εθνική κόκκινη γραμμή, λέγοντας:
«Δεν αναγνωρίζουμε κανένα κράτος με το όνομα «Μακεδονία» ή παράγωγά του, στα βόρεια σύνορά μας».
Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, πολύ νερό κύλησε στις μυλόπετρες της Ιστορίας, αρκετές παλιότερες γαιοπολιτικές σταθερές μετατοπίστηκαν, νέες στρατηγικές χαράχτηκαν και ωρίμασαν καινούργιες διεθνείς συμπεριφορές. Ωστόσο, η εθνική παρακαταθήκη του Ανδρέα όφειλε να αποτελεί ανεκτίμητο συμβολικό κεφάλαιο και οδηγό αξιοπρέπειας, ρεαλιστικής διπλωματίας και πατριωτισμού τουλάχιστον για τους πολιτικούς κληρονόμους του.
Ιδίως σε ότι αφορά το πεισματικό αλυτρωτισμό, το σφετερισμό της Ελληνικής ιστορίας και τη καταχρηστική οικειοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μακεδονίας από τους βόρειους γείτονες.
Και, φυσικά, κόντρα στο ντόπιο τυχοδιωκτικό “εθνομηδενισμό”, στους εγχώριους «νεροκουβαλητές” των απαιτήσεων θεσμών και πρεσβειών .υς πάσης φύσεως “χρήσιμους ηλίθιους”.
Ας μην πλανώνται, λοιπόν, οι σημερινοί επίγονοι μιας αγέρωχης κέντρο -αριστερής πολιτικής παράδοσής πιστεύοντας ότι κάτι αξιοθρήνητα “παιδιά για όλα τα θελήματα”, σαν τους τρέχοντες κυβερνώντες, τα οποία δεν μπορούν να παζαρέψουν ούτε μαρούλια στη λαϊκή θα ήταν ικανά για μια εθνική διαπραγμάτευση.
Πόσο μάλλον με επωφελή αποτελέσματα για τη χώρα;
Κι ας μην λουκιαστούν μελετώντας στο μικροσκόπιο το κείμενο μιας συμφωνίας που δεσμεύει τη χώρα πριν καν την υπογραφή της.
Γιατί καμιά οριστική και τελεσίδικη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ για το Σκοπιανό δεν υφίσταται.
Μόνο ένα πρόχειρα γραμμένο, αν όχι υπαγορευμένο, στο πόδι, ανιστόρητο “κουρέλι” γεμάτο προϋποθέσεις, αστερίσκους, υποπαραγράφους και ψιλά γράμματα υπάρχει. Και για το οποίο κανείς δεν γνωρίζει πότε – και αν – έρθει στην ελληνική Βουλή για κύρωση.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η τραγελαφική συγκυβέρνηση- που πορεύεται εγχωρίως με μαϊμουδιές, “φύκια” και μπαλαμούτια ενώ σεργιανίζει στο εξωτερικό υποχωρητική, υπάκουη και παραχωρητική- παραδίδει στους Σκοπιανούς τη Μακεδονική γλώσσα και εθνότητα.
Το κακό, εν προκειμένω, είναι ότι επιδιώκει να πλασάρει το συγκεκριμένο πακέτο σε γαλανόλευκη συσκευασία ψάχνοντας για πρόθυμους συνενόχους ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Το χειρότερο, επιχειρεί να ενισχύσει τις διχαστικές τάσεις στην ελληνική κοινωνία και να εκμεταλλευτεί τις όποιες διαφορετικές αντιλήψεις εντός των κομμάτων για το Σκοπιανό.
Στόχος της να ξεπλύνει μέσα σε ένα ενδεχόμενο μπάχαλο της αντιπολίτευσης τις δικές της αμαρτίες και να συγκαλύψει μέσα στον ντόρο τους αέναους μνημονικούς της συμβιβασμούς σε βάρος του ελληνικού λαού.
Αναπόφευκτα, η προοδευτική δημοκρατική παράταξη έχει χρέος να απομονώσει ακομπλεξάριστα τους πιθανούς “δούρειους ίππους” που εμφιλοχωρούν στις γραμμές της. Να παραμερίσει τη “σώνει και καλά” ενότητα της για να προβάλλει τολμηρά μια υπεύθυνη, ακέραια και διακριτή στάση απέναντι σε εθνοκάπηλους και ενδοτικούς.
Στο κάτω κάτω ο ελληνικός λαός δεν είναι χάπατο.
Αντιλαμβάνεται τις σταράτες κουβέντες και τις “ψυχωμένες” καθαρές θέσεις
Έτσι κι αλλιώς, ο φαρισαϊσμός, η υποκρισία και τα προπετάσματα καπνού πρόκειται να ξοδευτούν σπάταλα στο “διπλωματικά” χοντροκομμένο και επαρχιώτικο πανηγύρι των Πρεσπών.
Εκεί που οι Μακεδόνες βουλευτές της συμπολίτευσης θα πρέπει να κάνουν πολλές φιγούρες ελιγμών για να μην σταμπαριστούν με τη ταμπέλα του “σανοπαραγωγού”, του “καρεκλολάγνου” και του “καρπαζοεισπράχτορα”.
Δημήτρης Παγαδάκης
protothema