Είτε αναφέρεσαι στην οικονομική κατάρρευση
είτε στην ασφυκτική φορολογία
είτε στη διάλυση της εκπαίδευσης
είτε στην εγκληματική διαχείριση του προσφυγικού
είτε στην ανασφάλεια,
…ο άλλος που όση ώρα μιλάς κουνάει το κεφάλι του με συγκατάβαση,
…στο τέλος με τη μακάρια έκφραση του ανθρώπου που ξέρει την αλήθεια από τα γεννοφάσκια του, θα σου απαντήσει:
«Γιατί οι άλλοι ήσαν καλύτεροι;».
Πώς έλεγαν παλιά «κι εσείς βασανίζετε τους μαύρους στην Αφρική;».
Το φαινόμενο το έχει εντοπίσει ο Mike Godwin προ πολλών ετών.
Παρατήρησε ότι όταν μια συζήτηση τραβάει σε μάκρος στο Διαδίκτυο, κάποιος από τους συνομιλητές, προκειμένου να αποστομώσει τους υπόλοιπους, θα συγκρίνει τα επιχειρήματά τους με τους ναζί ή τον Χίτλερ.
Η θεωρία που διατύπωσε ονομάστηκε ο νόμος του Godwin και έκτοτε πολλές ομάδες αποκλείουν αυτομάτως από τη συζήτηση όποιον πρώτος χρησιμοποιήσει την αναφορά στους ναζί.
Η πρώτη απάντηση που σου έρχεται στο μυαλό, αν έχεις εννοείται γερά νεύρα για να συνεχίσεις, είναι ότι δεν συζητάμε για το τι ήσαν οι «άλλοι», αλλά για το τι είναι «αυτοί».
Αμέσως μετά, δικαιούσαι να ψελλίσεις: «Μα υποτίθεται ότι τους ψήφισες για να είναι καλύτεροι».
«Είχαμε κι εμείς τις αυταπάτες μας», θα πει, «εξάλλου κάναμε την αυτοκριτική μας».
Αν θέλεις να συνεχίσεις τη συζήτηση, οφείλεις να εγκαταλείψεις την επικράτεια του αυτονόητου και να προβάλεις επιχειρήματα που ούτε εσύ θεωρούσες αυτονόητα, η εμπειρία όμως και η κοινή λογική σού επιβάλλουν να τα υπερασπιστείς.
Ε ναι, οι άλλοι ήσαν καλύτεροι.
Αυτό δεν ήταν δεδομένο τον Ιανουάριο του 2015 όταν κέρδισε τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ. Η τελευταία περίοδος της κυβέρνησης Σαμαρά ήταν απογοητευτική. Κανείς δεν πίστευε στο success story. Ούτε οι ίδιοι που το πρόβαλαν ως τελευταία γραμμή αμύνης απέναντι στην κατάρρευση την οποία είχαν προεξοφλήσει.
Το κληροδότημα της κυβέρνησης Παπανδρέου, η απουσία οποιουδήποτε ελληνικού σχεδίου για την έξοδο από την κρίση, είχε εξαντλήσει τη διαδρομή του. Ηταν πλέον φανερή η ψυχολογική αδράνεια της κοινωνικής ενδοχώρας.
Κανείς δεν ήθελε μεταρρυθμίσεις και ο ΣΥΡΙΖΑ εξελέγη επειδή πολλοί πίστεψαν ότι θα επιτύχει να διαχειρισθεί την πτώχευση χωρίς να κινηθεί τίποτε.
Λειτούργησε σαν αντικαταθλιπτικό, κι ας είχε λήξει η δραστική του ουσία, η παλαιοαριστερή ρητορική του.
Και ήρθε η σύμπραξη με τους ΑΝΕΛ
και οι περιοδείες ενός υπουργού Οικονομικών με ταλέντο ζογκλέρ,
και ήρθε το δημοψήφισμα και ήρθε το ακόμη σκληρότερο μνημόνιο,
και ήρθαν και κάτι δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες που η κυβέρνηση έκανε πως δεν τους βλέπει.
Κυρίως όμως ήρθε η κατάρρευση της εμπιστοσύνης προς την ηγεσία της χώρας.
Απόδειξη της έλλειψης εμπιστοσύνης είναι το επιχείρημα: «Γιατί, μήπως οι άλλοι ήσαν καλύτεροι;».
Θα μου πείτε, όταν η μεγαλύτερη δημοκρατία του πλανήτη κινδυνεύει να βρεθεί στα χέρια ενός Ντόναλντ Τραμπ, γιατί να μην είναι υπουργός στην πτωχή και άμοιρο Ελλάδα κάποιος Σπίρτζης ή Πολάκης, κάποιος Δρίτσας ή Φλαμπουράρης – τι ωραία ανθοδέσμη εγκεφάλων.
Δεν πιστεύω στα θαύματα.
Σε πείσμα όμως της πραγματικότητας εξακολουθώ να πιστεύω στη σοβαρότητα. Και σ’ αυτό το σημείο δεν χωράει αμφιβολία:
NAI, οι «άλλοι» ήταν καλύτεροι.
Τ.Θεοδωρόπουλος
kathimerini