Να ενταχθούν στο σύστημα φορολόγησης τα 2,7 εκατ. φορολογούμενων με εισοδήματα έως 9.000 είναι αυτό που ζητά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς τα τελευταία χρόνια αυτοί που έχουν επιβαρυνθεί υπέρμετρα είναι τα μεσαία εισοδήματα.
Ουσιαστικά αυτό που ζητούν οι πιστωτές της χώρας είναι να μειωθούν αφενός οι επιβαρύνσεις στους περίπου 300.000 φορολογούμενους που, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, πληρώνουν το 40 – 45% του φόρου εισοδήματος.
Περίπου 4 φορολογούμενοι της μεσαίας τάξης πληρώνουν φόρους και εισφορές ώστε να πληρώνονται οι αποδοχές τριών συνταξιούχων.
Η αλήθεια είναι ότι η μεσαία τάξη είναι λίγο πριν την κατάρρευση υπό το βάρος της υπερφορολόγησης και τη συρρίκνωσης της αποταμίευσης. Στο πλαίσιο αυτό, το Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα ζητούν να επεκταθεί η φορολογική βάση ώστε να πάψουν να επιβαρύνονται υπέρμετρα οι μισθωτοί στα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια. Για αυτό το λόγο προτείνουν μετ’ επιτάσεως τη μείωση του αφορολόγητο ορίου, αλλά και αλλαγές στους συντελεστές φορολόγησης με μετατόπιση του φορολογικού βάρους προς τα κάτω.
Στην Ελλάδα, το αφορολόγητο όριο ανέρχεται στα 8.636 για τον άγαμο και φθάνει τα 9.550 ευρώ για τις οικογένειες με παιδιά, με το όριο φτώχειας να διαμορφώνεται στα επίπεδα των 4.600 ευρώ.
Στην Ευρώπη, ο συσχετισμός αυτός είναι ακριβώς ανάποδος. Δηλαδή στη Γερμανία το αφορολόγητο είναι 8.354 ευρώ, με όριο φτώχειας 11.840, στην Αυστρία τα αντίστοιχα μεγέθη είναι 11.000 και 13.929 ευρώ, στην Ολλανδία το αφορολόγητο είναι 5.443 ευρώ, με όριο φτώχειας 12.535, ενώ στην Ελλάδα το αφορολόγητο είναι 9.550 ευρώ για τους μισθωτούς, με όριο φτώχειας τα 4.600 ευρώ.
Ακριβώς την ίδια λογική, δηλαδή της υπερφορολόγησης της μεσαίας τάξης, ακολούθησε η κυβέρνηση αλλά και οι προηγούμενες κατά τη νομοθέτηση του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων. Μετέφεραν το βάρος στα αστικά ακίνητα, περιορίζοντας στο ελάχιστο τη φορολογία στα αγροτεμάχια, καθώς οι αγρότες αποτελούν έναν σημαντικό κλάδο για τις κυβερνήσεις κυρίως σε προεκλογικές περιόδους.
Η αδυναμία αλλά η απροθυμία κυρίως της σημερινής κυβέρνησης να εξορθολογίσει τον δημόσιο τομέα και να περιορίσει τις αλόγιστες σπατάλες (καθώς και αυτός ο τομέας αποτελεί σημαντική δεξαμενή ψήφων) οδήγησε στη φτωχοποίηση των νοικοκυριών.
Πλέον οι περικοπές συντάξεων, οι αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές, οι αυξήσεις στη φορολογία (τόσο σε άμεσους, όσο και σε έμμεσους φόρους) έχει εκμηδενίσει τα περιθώρια της κυβέρνησης για διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτή η διεύρυνση είναι μέσω της περιστολής της φοροδιαφυγής, αλλά και το στοίχημα αυτό φαίνεται να έχει χαθεί.
Μόνη λύση ο περιορισμός του Δημοσίου
Προφανώς δεν υπάρχουν περιθώρια νέων μειώσεων στις συντάξεις και αυξήσεις φόρους. Η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών έχει εξαντληθεί. Ως εκ τούτου, είναι λογικό ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, να δηλώνει πλέον ότι «καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να νομοθετήσει επιπλέον μέτρα για να εφαρμοστούν μετά το 2019. Δεν υπάρχει οικονομική λογική σε αυτό και δεν είναι πολιτικά εφικτό να υλοποιηθούν».
Υπάρχει όμως η δυνατότητα περιορισμού του δημοσίου τομέα. Όχι με απολύσεις, αλλά με τον περιορισμό των οργανισμών ακόμα και των διπλανών νοσοκομείων που υπολειτουργούν.
Του Προκόπη Χατζηνικολάου
liberal.gr