Θ.Πελεγρίνης |
Η φυγή στο εξωτερικό ενός νέου ανθρώπου προκειμένου να ξεφύγει από τις περιορισμένες δυνατότητες που του παρέχει η χώρα του ιδιαίτερα όταν διέρχεται περιόδους οξυμένης οικονομικής κρίσης είναι ένας δυσάρεστος συμβιβασμός όπως αυτός που περιγράφεται με τον καλύτερο τρόπο στο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Σατραπεία» και αναφέρθηκε από τον Καθηγητή Θεοδόση Πελεγρίνη στην ομιλία του στο πλαίσιο της εκδήλωσης για την μνήμη του Μεγάλου ευεργέτη της ανθρωπότητας Γεωργίου Παπανικολάου.
Μια φυγή όμως που ορισμένοι άνθρωποι την μετέτρεψαν από συμβιβασμό σε ευλογία όταν αυτός ο συμβιβασμός περικλείεται μέσα σε μια αστείρευτη όρεξη για δημιουργία εργασία και εξέλιξη της προσωπικότητας (αυτού που έφυγε) σε ένα περιβάλλον (που βρήκε) με ευκαιρίες, αξιοκρατία και επιβράβευση των προσπαθειών για ένα καλύτερο αύριο…
Έτσι με πολύ εύστοχο τρόπο ανέλυσε το φαινόμενο της φυγής των νέων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα με τίτλο η φυγή ως τιμωρία και ως ευκαιρία…
Γιατί το κάθε νόμισμα έχει δυο όψεις και η ίδια η ζωή ακόμα περισσότερες εκφάνσεις που εξαρτώνται από ποια οπτική γωνία βλέπει ο καθένας τα πράγματα και πως μπορείς μια κατάρα να την μετατρέψεις σε ευλογία.
Ολόκληρη η ομιλία του καθηγητή Πελεγρίνη για την φυγή των νέων την οποία αξίζει να διαβάσετε όσοι δεν είχατε την ευκαιρία να παρακολουθήσετε αυτή την αξιόλογη εκδήλωση που έγινε από το ινστιτούτο Παπανικολάου στην Κύμη την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου του 2020.
Evia in
(ομιλία του Θεοδόση Πελεγρίνη στην εκδήλωση μνήμης του Γεωργίου Παπανικολάου στην Κύμη 19-2-2020)
Η ΦΥΓΗ ΩΣ ΤΙΜΩΡΙΑ ΚΑΙ ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Η φυγή, η εξορία, η μετανάστευση, η μετεγκατάστασή μας από τον τόπο που γεννηθήκαμε και ζούμε σε κάποιον άλλο τόπο, ούτε πόνο ούτε θλίψη πρέπει να μας προκαλεί, μια και, καταπώς λέει ο Πλούταρχος, παντού υπάρχουν νόμοι και άρχοντες, παντού η φωτιά είναι ίδια, το νερό ίδιο, ο αέρας ίδιος, ο ήλιος ίδιος, η σελήνη ίδια, το χειμερινό και το θερινό ηλιοστάσιο ίδια, η ισημερία ίδια, οι Πλειάδες ίδιες, ο Αρκτούρος ίδιος, οι εποχές της σποράς και του φυτεύματος ίδιες. «Διάλεξε εσύ τον καλύτερο τρόπο ζωής, και η συνήθεια θα σου τον κάνει ευχάριστο», έλεγαν οι Πυθαγόρειοι, και ο Πλούταρχος, ευθυγραμμιζόμενος προς το παράγγελμά τους, μας προτρέπει, αντί να δενόμαστε με έναν τόπο, να διαλέξομε την πόλη που μας φαίνεται σαν η καλύτερη και η πιο ευχάριστη, κι αυτή με τον καιρό θα γίνει πατρίδα μας.
Ενώ, λοιπόν, φύση μάς αφήνει ελεύθερους και λυτούς, εμείς δένομε τον εαυτό μας κάπου, συνωστιζόμαστε, κλεινόμαστε μέσα σε σπίτια, στοιβαζόμαστε σε τόπους στενούς και μίζερους, δημιουργούμε χωριστές πατρίδες, τις οποίες καλούμεθα να υπερασπιστούμε με κάθε τρόπο και, καθώς ο καθένας μας μάχεται υπέρ της πατρίδας του, γινόμαστε εχθροί μεταξύ μας.
Γιατί είναι σαφές, επισημαίνει ο Βολταίρος, ότι μια χώρα δεν μπορεί να κερδίζει χωρίς να χάνει κάποια άλλη, ότι δεν μπορεί να νικάς εσύ δίχως να κάνεις άλλους δυστυχείς. Είναι θλιβερό να πρέπει, για να είσαι καλός πατριώτης, να γίνεσαι εχθρός των υπολοίπων ανθρώπων.
Ένας τρόπος υπάρχει για να απαλλαγούμε από αυτήν την έχθρα αναμεταξύ μας διακήρυξαν οι Στωικοί πολλούς αιώνες πριν από τον Βολταίρο: να πάψομε να έχομε χωριστές πατρίδες, να γίνει ο κόσμος όλος μια πατρίδα. Ο σοφός, λένε οι Στωικοί, το καταλαβαίνει τούτο, γι' αυτό και, θεωρώντας τον εαυτό του όχι πολίτη αυτής ή εκείνης της χώρας αλλά πολίτη όλου του κόσμου, μπορεί να ζήσει παντού. Το ίδιο απαξιωτικοί ήταν και οι Κυνικοί απέναντι στην δέσμευσή μας σε έναν τόπο μόνιμης διαμονής, όχι όμως γιατί υιοθετούσαν την άποψη των Στωικών σύμφωνα με την οποία ο κόσμος όλος είναι μια πατρίδα κοινή για όλους τους ανθρώπους, αλλά γιατί πίστευαν ότι το σημαντικό είναι να μπορείς να ζήσεις όπου κι αν βρεθείς με ό, τι βρεις εκεί.
Το τι πρέπει να ισχύει και το τι είναι σημαντικό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι αυτό συμβαίνει κιόλας στην πραγματικότητα. Οι άνθρωποι είτε το θέλομε είτε όχι είναι κατανεμημένοι σε χωριστούς τόπους δεμένοι με ισχυρούς δεσμούς ο καθένας προς την πατρίδα του έτσι, που η φυγή από αυτήν, η εξορία, η εγκατάσταση αλλού, να είναι οδυνηρή –τόσο οδυνηρή μάλιστα, ώστε η υποχρέωση κάποιου να εγκαταλείψει την χώρα του για να πάει να ζήσει σε άλλον, ξένο, τόπο να θεωρείται ανέκαθεν σαν μια από τις πιο βαριές ποινές που θα μπορούσαν να του επιβληθούν –η σκληρότερη μετά την εκτέλεση.
Πόσοι πολιτικοί αντίπαλοι, πόσοι διανοούμενοι, επιστήμονες, φιλόσοφοι, οπαδοί θρησκειών και καλλιτέχνες από τους οποίους θεωρήθηκε ότι κινδύνευε η πατρίδα εξορίστηκαν!
Δεν είναι σπάνιες οι φορές βέβαια που ο φυγάς επιλέγει μόνος του την μετεγκατάστασή του για να γλυτώσει από τα χειρότερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκεί, στην εξορία, δεν δεινοπαθεί. «Τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις», λέει ο ποιητής για κάποιον αυτοεξόριστο στην Περσία ανώνυμο Έλληνα αξιωματούχο,
«και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα /
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη, /
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του, /
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια. /
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία /
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις. /
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει· /
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, /
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε· /
την Αγορά, το Θέατρο και τους Στεφάνους. /
Αυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Αρταξέρξης, /
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία· /
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις».
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ωστόσο ότι, εκτός από τους αυτοεξόριστους που αναγκάζονται να πάρουν τον δρόμο της φυγής μόνο και μόνο για να σωθούν οι ίδιοι, υπάρχουν και αυτοεξόριστοι που αποφασίζουν μόνοι τους να εγκαταλείψουν τον τόπο τους χάριν του καλού της πατρίδας των, και όχι για δικό τους όφελος. Ο Σόλων απεφάσισε οικειοθελώς να φύγει από την Αθήνα μετά την θεσμοθέτηση των νόμων του, για να μην του ζητήσουν οι συμπολίτες του να τους αλλάξει και επιστρέψει η πατρίδα του στην κακοδαιμονία, στην αδικία και στις φιλονικίες από τις οποίες υπέφερε παλιότερα.
Η φυγή σε ξένον τόπο, όμως, με τις ταλαιπωρίες και τον πόνο που αναμφίβολα την συνοδεύουν, δεν είναι μόνο μια βαριά τιμωρία, αλλά μπορεί επίσης να αναδειχθεί σε μεγάλη ευκαιρία για να διαπρέψει κανείς εκεί, που διαφορετικά, μένοντας στην πατρίδα του, θα ήταν καταδικασμένος να αποτύχει.
Τι θα ήταν ο Αριστοτέλης, αν δεν είχε φύγει από την γενέτειρά του, τα Στάγιρα, να έλθει στην Αθήνα να σπουδάσει στην Ακαδημία του Πλάτωνος και να διδάξει στο Λύκειο που ο ίδιος ίδρυσε εκεί;
Και ο Θεόφραστος θα είχε θεωρηθεί αξιοσημείωτος φιλόσοφος και θα είχε αναγνωρισθεί σαν ο πατέρας της Βοτανικής αν δεν είχε φύγει από την πατρίδα του, την Ερεσό της Λέβου, να έλθει στην Αθήνα όπου σπούδασε στην Ακαδημία του Πλάτωνος και στο Λύκειο του Αριστοτέλη στο οποίο εν συνεχεία, αναλαμβάνοντας την διεύθυνσή του, δίδαξε και διεξήγαγε τις επιστημονικές έρευνές του; Αλλά και ο Ζήνων θα είχε δημιουργήσει την Σχολή της Στωικής Φιλοσοφίας, αν δεν είχε φύγει από το Κίτιον της Κύπρου για να εγκατασταθεί στην Αθήνα;
Και ο Κλεάνθης από την Άσσο της Τρωάδος και ο Χρύσιππος από τους Σόλους ή την Ταρσό της Κιλικίας, αν αναδείχθηκαν σε άξιους συνεχιστές του Ζήνωνος στην Στωική Φιλοσοφία, ήταν επειδή πρωτίστως είχαν την πρόνοια να έλθουν στην Αθήνα αφήνοντας πίσω τους την πατρίδα τους.
Και πόσοι άλλοι όχι μόνο φιλόσοφοι αλλά και ποιητές και καλλιτέχνες και επιστήμονες οφείλουν την λαμπρή σταδιοδρομία τους στην φυγή!
«Τίς τούτους ἐδίωξεν»;», ποιος τους εξανάγκασε αλήθεια όλους αυτούς να φύγουν από την πατρίδα τους, διερωτάται ο Πλούταρχος, για να δώσει αμέσως ο ίδιος την απάντηση: Ουδείς.
Η ανάγκη μέσα τους να αναζητήσουν έναν άλλο τόπο, πρόσφορο για να αναπτύξουν τις δυνάμεις του πνεύματός των, τους ώθησε να ακολουθήσουν τον δρόμο της φυγής, αψηφώντας τις ταλαιπωρίες και τις δυσκολίες που, κακά τα ψέματα, συνεπάγεται η διαβίωση μακριά από την πατρίδα.
Αυτή η ίδια εσωτερική ανάγκη, για να έλθομε πιο κοντά στην δική μας εποχή, ήταν που υπαγόρευσε στον Γεώργιο Παπανικολάου να φύγει σε μιαν άλλη χώρα, μακριά από την πατρίδα του, προκειμένου να ασκήσει το ερευνητικό του έργο.
Ο Γεώργιος Παπανικολάου από την Κύμη Ευβοίας γεννήθηκε το 1883 και πέθανε το 1962. Μετά τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή των Αθηνών, την μετεκπαίδευσή του στην Γερμανία και την ανακήρυξή του σε διδάκτορα του Πανεπιστημίου του Μονάχου, την επιστροφή του στην Ελλάδα και την συμμετοχή του ως ιατρού στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 και 1913, αποφασίζει να μεταναστεύσει στις Η.Π.Α., προκειμένου να ασχοληθεί εις την έρευνα στους τομείς της Βιολογίας και της Ιατρικής. Οι δυσκολίες που συναντά εκεί δεν τον πτοούν. Με την σύζυγό του εργάζεται για το προς το ζην σε εμπορικό κατάστημα πουλώντας χαλιά και ράβοντας κουμπιά αλλά και ως δημοσιογράφος σε ελληνική εφημερίδα μέχρι να προσληφθεί στο πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης, όπου απερίσπαστος πλέον επιδίδεται στην έρευνα, της οποίας αποκορύφωμα υπήρξε η ανακάλυψη της πρωτοποριακής κυτταροδιαγνωστικής μεθόδου, γνωστής ως Τεστ Παπ, που χάρισε ζωή στις γυναίκες όλου του κόσμου.
Το πάθος του Γεωργίου Παπανικολάου για την έρευνα τον παρακινούσε να εργάζεται ακαταπαύστως –σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να βάζει σε πρώτη προτεραιότητα στην ζωή του την εργασία, μπροστά ακόμη και από την ευτυχία. «Δεν με ενδιαφέρει η ευτυχία», έλεγε ο ίδιος, «να εργάζομαι θέλω» –όχι με την σημασία βέβαια της απόρριψης της ευτυχίας, αλλά με την έννοια ότι την ευτυχία μπορεί να την αποκτήσει κανείς μέσα από την δουλειά του, μέσα από τα πεπραγμένα της ζωής του. Το λάθος μας, λέει ο Αριστοτέλης, είναι ότι σκεφτόμαστε την ευτυχία κάπου στο μέλλον, περιμένοντας ότι, αν σταθούμε τυχεροί, θα την συναντήσομε εκεί.
Η ευτυχία δεν είναι μπροστά μας.
Μας ακολουθεί.
Είναι το αποτέλεσμα των ενεργειών μας.
Το τι έκανες ή το τι παρέλειψες να κάνεις είναι εκείνο που καθορίζει αντιστοίχως το μέτρο της ευτυχίας σου ή της απουσίας της από την ζωή σου.
Τα επιτεύγματα του Γεωργίου Παπανικολάου στον τομέα της έρευνας είναι τέτοια, ώστε να μπορεί ως επιστήμων να αισθάνεται ευτυχής. Και δικαιωμένος!
Γιατί όσα αξιώθηκε να κάνει στον τομέα της έρευνας δεν θα τα είχε πετύχει, αν δεν είχε λάβει την απόφαση να πάρει τον δρόμο της φυγής αδιαφορώντας για τις δυσκολίες και τις ταλαιπωρίες που θα συναντούσε.
Ενδεχομένως, μένοντας πίσω, απολαμβάνοντας την ησυχία του τόπου του, να είχε ασκήσει το επάγγελμα του ιατρού, όπως ήταν η επιθυμία του ιατρού επίσης πατέρα του, ή το πολύ, αν ευτυχούσε να αξιοποιήσει στο έπακρο τις ικανότητές του, να είχε διατελέσει ένας καθηγητής της ιατρικής, καταχωρημένος σε κάποια επετηρίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών, γνωστός πιθανόν σε ορισμένους κύκλους ειδικών.
Η κόρη του φαρμακοποιού Γεωργίου Καλογερόπουλου από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας και της Ευαγγελίας Δημητριάδου - Καλογεροπούλου από την Στυλίδα Φθιώτιδος –αν θα θέλαμε να αναφερθούμε σε μια Ελληνίδα φυγάδα του 20ου επίσης αιώνα– θα είχε παραμείνει Μαρία Καλογεροπούλου, όπως δήλωσε σε συνέντευξή του ο πατέρας της, αν δεν είχε φύγει από την χώρα μας για να γίνει η Μαρία Κάλας, η απόλυτη ντίβα του λυρικού θεάτρου, που με τις σπάνιες φωνητικές και υποκριτικές ικανότητές της ανανέωσε την όπερα και προέβαλε το κύρος της.
Η φυγή, βέβαια, δεν μπορεί να αποτελέσει πρόσφορη διέξοδο σε κάποιον για να μεγαλουργήσει αξιοποιώντας τις δυνάμεις που κρύβει μέσα του, αν παράλληλα δεν έχει ετοιμαστεί καταλλήλως μέσα του για το ταξίδι που ξεκινά και τα αγαθά που μπορεί να του προσφέρει αυτό στην διάρκειά του. Αλλιώς, θα συμβεί εκείνο που επεσήμανε ο Σωκράτης.
Όταν κάποιος του ανέφερε για έναν κοινό γνωστό τους που, αφού έφυγε οικειοθελώς μακριά από την πατρίδα τους για πολύν καιρό, επέστρεψε παραμένοντας ο ίδιος, δίχως καμιάν βελτίωση, ο Σωκράτης του είπε με την γνωστή ειρωνεία του: «τι περίμενες, αφού είχε πάρει μαζί του τον εαυτό του». Υπάρχουν, λοιπόν, κι εκείνοι μεταξύ των συνανθρώπων μας που, παραμένοντας –συνειδητά ή ασύνειδα– δέσμιοι του εαυτού των, αποφασίζουν να φύγουν από την πατρίδα τους ελπίζοντας μάταια ότι θα τον ξεπεράσουν. Είναι κι αυτό, η ψευδαίσθηση της μετεγκατάστασης, ένα από τα είδη της φυγής.
Evia in
(ομιλία του Θεοδόση Πελεγρίνη στην εκδήλωση μνήμης του Γεωργίου Παπανικολάου στην Κύμη 19-2-2020)
Η ΦΥΓΗ ΩΣ ΤΙΜΩΡΙΑ ΚΑΙ ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Η φυγή, η εξορία, η μετανάστευση, η μετεγκατάστασή μας από τον τόπο που γεννηθήκαμε και ζούμε σε κάποιον άλλο τόπο, ούτε πόνο ούτε θλίψη πρέπει να μας προκαλεί, μια και, καταπώς λέει ο Πλούταρχος, παντού υπάρχουν νόμοι και άρχοντες, παντού η φωτιά είναι ίδια, το νερό ίδιο, ο αέρας ίδιος, ο ήλιος ίδιος, η σελήνη ίδια, το χειμερινό και το θερινό ηλιοστάσιο ίδια, η ισημερία ίδια, οι Πλειάδες ίδιες, ο Αρκτούρος ίδιος, οι εποχές της σποράς και του φυτεύματος ίδιες. «Διάλεξε εσύ τον καλύτερο τρόπο ζωής, και η συνήθεια θα σου τον κάνει ευχάριστο», έλεγαν οι Πυθαγόρειοι, και ο Πλούταρχος, ευθυγραμμιζόμενος προς το παράγγελμά τους, μας προτρέπει, αντί να δενόμαστε με έναν τόπο, να διαλέξομε την πόλη που μας φαίνεται σαν η καλύτερη και η πιο ευχάριστη, κι αυτή με τον καιρό θα γίνει πατρίδα μας.
Ενώ, λοιπόν, φύση μάς αφήνει ελεύθερους και λυτούς, εμείς δένομε τον εαυτό μας κάπου, συνωστιζόμαστε, κλεινόμαστε μέσα σε σπίτια, στοιβαζόμαστε σε τόπους στενούς και μίζερους, δημιουργούμε χωριστές πατρίδες, τις οποίες καλούμεθα να υπερασπιστούμε με κάθε τρόπο και, καθώς ο καθένας μας μάχεται υπέρ της πατρίδας του, γινόμαστε εχθροί μεταξύ μας.
Γιατί είναι σαφές, επισημαίνει ο Βολταίρος, ότι μια χώρα δεν μπορεί να κερδίζει χωρίς να χάνει κάποια άλλη, ότι δεν μπορεί να νικάς εσύ δίχως να κάνεις άλλους δυστυχείς. Είναι θλιβερό να πρέπει, για να είσαι καλός πατριώτης, να γίνεσαι εχθρός των υπολοίπων ανθρώπων.
Ένας τρόπος υπάρχει για να απαλλαγούμε από αυτήν την έχθρα αναμεταξύ μας διακήρυξαν οι Στωικοί πολλούς αιώνες πριν από τον Βολταίρο: να πάψομε να έχομε χωριστές πατρίδες, να γίνει ο κόσμος όλος μια πατρίδα. Ο σοφός, λένε οι Στωικοί, το καταλαβαίνει τούτο, γι' αυτό και, θεωρώντας τον εαυτό του όχι πολίτη αυτής ή εκείνης της χώρας αλλά πολίτη όλου του κόσμου, μπορεί να ζήσει παντού. Το ίδιο απαξιωτικοί ήταν και οι Κυνικοί απέναντι στην δέσμευσή μας σε έναν τόπο μόνιμης διαμονής, όχι όμως γιατί υιοθετούσαν την άποψη των Στωικών σύμφωνα με την οποία ο κόσμος όλος είναι μια πατρίδα κοινή για όλους τους ανθρώπους, αλλά γιατί πίστευαν ότι το σημαντικό είναι να μπορείς να ζήσεις όπου κι αν βρεθείς με ό, τι βρεις εκεί.
Το τι πρέπει να ισχύει και το τι είναι σημαντικό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι αυτό συμβαίνει κιόλας στην πραγματικότητα. Οι άνθρωποι είτε το θέλομε είτε όχι είναι κατανεμημένοι σε χωριστούς τόπους δεμένοι με ισχυρούς δεσμούς ο καθένας προς την πατρίδα του έτσι, που η φυγή από αυτήν, η εξορία, η εγκατάσταση αλλού, να είναι οδυνηρή –τόσο οδυνηρή μάλιστα, ώστε η υποχρέωση κάποιου να εγκαταλείψει την χώρα του για να πάει να ζήσει σε άλλον, ξένο, τόπο να θεωρείται ανέκαθεν σαν μια από τις πιο βαριές ποινές που θα μπορούσαν να του επιβληθούν –η σκληρότερη μετά την εκτέλεση.
Πόσοι πολιτικοί αντίπαλοι, πόσοι διανοούμενοι, επιστήμονες, φιλόσοφοι, οπαδοί θρησκειών και καλλιτέχνες από τους οποίους θεωρήθηκε ότι κινδύνευε η πατρίδα εξορίστηκαν!
Δεν είναι σπάνιες οι φορές βέβαια που ο φυγάς επιλέγει μόνος του την μετεγκατάστασή του για να γλυτώσει από τα χειρότερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκεί, στην εξορία, δεν δεινοπαθεί. «Τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις», λέει ο ποιητής για κάποιον αυτοεξόριστο στην Περσία ανώνυμο Έλληνα αξιωματούχο,
«και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα /
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη, /
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του, /
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια. /
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία /
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις. /
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει· /
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, /
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε· /
την Αγορά, το Θέατρο και τους Στεφάνους. /
Αυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Αρταξέρξης, /
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία· /
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις».
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ωστόσο ότι, εκτός από τους αυτοεξόριστους που αναγκάζονται να πάρουν τον δρόμο της φυγής μόνο και μόνο για να σωθούν οι ίδιοι, υπάρχουν και αυτοεξόριστοι που αποφασίζουν μόνοι τους να εγκαταλείψουν τον τόπο τους χάριν του καλού της πατρίδας των, και όχι για δικό τους όφελος. Ο Σόλων απεφάσισε οικειοθελώς να φύγει από την Αθήνα μετά την θεσμοθέτηση των νόμων του, για να μην του ζητήσουν οι συμπολίτες του να τους αλλάξει και επιστρέψει η πατρίδα του στην κακοδαιμονία, στην αδικία και στις φιλονικίες από τις οποίες υπέφερε παλιότερα.
Η φυγή σε ξένον τόπο, όμως, με τις ταλαιπωρίες και τον πόνο που αναμφίβολα την συνοδεύουν, δεν είναι μόνο μια βαριά τιμωρία, αλλά μπορεί επίσης να αναδειχθεί σε μεγάλη ευκαιρία για να διαπρέψει κανείς εκεί, που διαφορετικά, μένοντας στην πατρίδα του, θα ήταν καταδικασμένος να αποτύχει.
Τι θα ήταν ο Αριστοτέλης, αν δεν είχε φύγει από την γενέτειρά του, τα Στάγιρα, να έλθει στην Αθήνα να σπουδάσει στην Ακαδημία του Πλάτωνος και να διδάξει στο Λύκειο που ο ίδιος ίδρυσε εκεί;
Και ο Θεόφραστος θα είχε θεωρηθεί αξιοσημείωτος φιλόσοφος και θα είχε αναγνωρισθεί σαν ο πατέρας της Βοτανικής αν δεν είχε φύγει από την πατρίδα του, την Ερεσό της Λέβου, να έλθει στην Αθήνα όπου σπούδασε στην Ακαδημία του Πλάτωνος και στο Λύκειο του Αριστοτέλη στο οποίο εν συνεχεία, αναλαμβάνοντας την διεύθυνσή του, δίδαξε και διεξήγαγε τις επιστημονικές έρευνές του; Αλλά και ο Ζήνων θα είχε δημιουργήσει την Σχολή της Στωικής Φιλοσοφίας, αν δεν είχε φύγει από το Κίτιον της Κύπρου για να εγκατασταθεί στην Αθήνα;
Και ο Κλεάνθης από την Άσσο της Τρωάδος και ο Χρύσιππος από τους Σόλους ή την Ταρσό της Κιλικίας, αν αναδείχθηκαν σε άξιους συνεχιστές του Ζήνωνος στην Στωική Φιλοσοφία, ήταν επειδή πρωτίστως είχαν την πρόνοια να έλθουν στην Αθήνα αφήνοντας πίσω τους την πατρίδα τους.
Και πόσοι άλλοι όχι μόνο φιλόσοφοι αλλά και ποιητές και καλλιτέχνες και επιστήμονες οφείλουν την λαμπρή σταδιοδρομία τους στην φυγή!
«Τίς τούτους ἐδίωξεν»;», ποιος τους εξανάγκασε αλήθεια όλους αυτούς να φύγουν από την πατρίδα τους, διερωτάται ο Πλούταρχος, για να δώσει αμέσως ο ίδιος την απάντηση: Ουδείς.
Η ανάγκη μέσα τους να αναζητήσουν έναν άλλο τόπο, πρόσφορο για να αναπτύξουν τις δυνάμεις του πνεύματός των, τους ώθησε να ακολουθήσουν τον δρόμο της φυγής, αψηφώντας τις ταλαιπωρίες και τις δυσκολίες που, κακά τα ψέματα, συνεπάγεται η διαβίωση μακριά από την πατρίδα.
Αυτή η ίδια εσωτερική ανάγκη, για να έλθομε πιο κοντά στην δική μας εποχή, ήταν που υπαγόρευσε στον Γεώργιο Παπανικολάου να φύγει σε μιαν άλλη χώρα, μακριά από την πατρίδα του, προκειμένου να ασκήσει το ερευνητικό του έργο.
Ο Γεώργιος Παπανικολάου από την Κύμη Ευβοίας γεννήθηκε το 1883 και πέθανε το 1962. Μετά τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή των Αθηνών, την μετεκπαίδευσή του στην Γερμανία και την ανακήρυξή του σε διδάκτορα του Πανεπιστημίου του Μονάχου, την επιστροφή του στην Ελλάδα και την συμμετοχή του ως ιατρού στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 και 1913, αποφασίζει να μεταναστεύσει στις Η.Π.Α., προκειμένου να ασχοληθεί εις την έρευνα στους τομείς της Βιολογίας και της Ιατρικής. Οι δυσκολίες που συναντά εκεί δεν τον πτοούν. Με την σύζυγό του εργάζεται για το προς το ζην σε εμπορικό κατάστημα πουλώντας χαλιά και ράβοντας κουμπιά αλλά και ως δημοσιογράφος σε ελληνική εφημερίδα μέχρι να προσληφθεί στο πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης, όπου απερίσπαστος πλέον επιδίδεται στην έρευνα, της οποίας αποκορύφωμα υπήρξε η ανακάλυψη της πρωτοποριακής κυτταροδιαγνωστικής μεθόδου, γνωστής ως Τεστ Παπ, που χάρισε ζωή στις γυναίκες όλου του κόσμου.
Το πάθος του Γεωργίου Παπανικολάου για την έρευνα τον παρακινούσε να εργάζεται ακαταπαύστως –σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να βάζει σε πρώτη προτεραιότητα στην ζωή του την εργασία, μπροστά ακόμη και από την ευτυχία. «Δεν με ενδιαφέρει η ευτυχία», έλεγε ο ίδιος, «να εργάζομαι θέλω» –όχι με την σημασία βέβαια της απόρριψης της ευτυχίας, αλλά με την έννοια ότι την ευτυχία μπορεί να την αποκτήσει κανείς μέσα από την δουλειά του, μέσα από τα πεπραγμένα της ζωής του. Το λάθος μας, λέει ο Αριστοτέλης, είναι ότι σκεφτόμαστε την ευτυχία κάπου στο μέλλον, περιμένοντας ότι, αν σταθούμε τυχεροί, θα την συναντήσομε εκεί.
Η ευτυχία δεν είναι μπροστά μας.
Μας ακολουθεί.
Είναι το αποτέλεσμα των ενεργειών μας.
Το τι έκανες ή το τι παρέλειψες να κάνεις είναι εκείνο που καθορίζει αντιστοίχως το μέτρο της ευτυχίας σου ή της απουσίας της από την ζωή σου.
Τα επιτεύγματα του Γεωργίου Παπανικολάου στον τομέα της έρευνας είναι τέτοια, ώστε να μπορεί ως επιστήμων να αισθάνεται ευτυχής. Και δικαιωμένος!
Γιατί όσα αξιώθηκε να κάνει στον τομέα της έρευνας δεν θα τα είχε πετύχει, αν δεν είχε λάβει την απόφαση να πάρει τον δρόμο της φυγής αδιαφορώντας για τις δυσκολίες και τις ταλαιπωρίες που θα συναντούσε.
Ενδεχομένως, μένοντας πίσω, απολαμβάνοντας την ησυχία του τόπου του, να είχε ασκήσει το επάγγελμα του ιατρού, όπως ήταν η επιθυμία του ιατρού επίσης πατέρα του, ή το πολύ, αν ευτυχούσε να αξιοποιήσει στο έπακρο τις ικανότητές του, να είχε διατελέσει ένας καθηγητής της ιατρικής, καταχωρημένος σε κάποια επετηρίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών, γνωστός πιθανόν σε ορισμένους κύκλους ειδικών.
Η κόρη του φαρμακοποιού Γεωργίου Καλογερόπουλου από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας και της Ευαγγελίας Δημητριάδου - Καλογεροπούλου από την Στυλίδα Φθιώτιδος –αν θα θέλαμε να αναφερθούμε σε μια Ελληνίδα φυγάδα του 20ου επίσης αιώνα– θα είχε παραμείνει Μαρία Καλογεροπούλου, όπως δήλωσε σε συνέντευξή του ο πατέρας της, αν δεν είχε φύγει από την χώρα μας για να γίνει η Μαρία Κάλας, η απόλυτη ντίβα του λυρικού θεάτρου, που με τις σπάνιες φωνητικές και υποκριτικές ικανότητές της ανανέωσε την όπερα και προέβαλε το κύρος της.
Όταν κάποιος του ανέφερε για έναν κοινό γνωστό τους που, αφού έφυγε οικειοθελώς μακριά από την πατρίδα τους για πολύν καιρό, επέστρεψε παραμένοντας ο ίδιος, δίχως καμιάν βελτίωση, ο Σωκράτης του είπε με την γνωστή ειρωνεία του: «τι περίμενες, αφού είχε πάρει μαζί του τον εαυτό του». Υπάρχουν, λοιπόν, κι εκείνοι μεταξύ των συνανθρώπων μας που, παραμένοντας –συνειδητά ή ασύνειδα– δέσμιοι του εαυτού των, αποφασίζουν να φύγουν από την πατρίδα τους ελπίζοντας μάταια ότι θα τον ξεπεράσουν. Είναι κι αυτό, η ψευδαίσθηση της μετεγκατάστασης, ένα από τα είδη της φυγής.