Ο εκτροχιασμός της οικονομίας και η διάψευση των προσδοκιών για την επιστροφή στην ανάπτυξη το 2016 είναι ένα ακόμη δείγμα ότι κυβέρνηση δεν έχει μάθει τίποτα από τα λάθη της και στρώνει η ίδια το χαλί για ακόμη σκληρότερα μέτρα.
Η ίδια η πραγματικότητα αποδεικνύεται αδυσώπητη και θρυμματίζει με οδυνηρό τρόπο τα αφηγήματα που εφευρίσκονται κάθε φορά για να δικαιολογήσουν το έλλειμμα πολιτικής. Αν το 2016 ήταν, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ένας ακόμη κρίκος στη μακρά υφεσιακή αλυσίδα των οκτώ τελευταίων χρόνων, το 2017 που θα έπρεπε να είναι το έτος της «απογείωσης» πριν η Ελλάδα επιχειρήσει να βγει στις αγορές, έχει πλέον όλα τα φόντα να εξελιχθεί σε νέο Βατερλό για όλους.
Η παρατεταμένη αβεβαιότητα γύρω από τη 2η αξιολόγηση που ξεκίνησε να επιδρά στην οικονομία μετά τον περσινό Οκτώβριο προξενώντας ύφεση 1,2%, είναι πλέον ολοφάνερο ότι σήμερα κατατρώγει τα σωθικά της με ακόμη μεγαλύτερη βία. Στο τελευταίο τρίμηνο του 2016, όταν η κυβέρνηση αντί να δώσει όλο το βάρος για να ενισχύσει το «γκελ» που έκανε η οικονομία ένα χρόνο μετά το σοκ των capital controls, επέλεγε να κατακεραυνώνει το ΔΝΤ για τις προβλέψεις του και το Βερολίνο για τα πρωτογενή πλεονάσματα, οι επενδύσεις στην Ελλάδα κατέρρεαν (-30%), η κατανάλωση έμπαινε εκ νέου στην κατάψυξη και οι καθαρές εξαγωγές ήταν αρνητικές.
Μήνες μετά βρισκόμαστε σε ακόμη χειρότερο σημείο. Η αβεβαιότητα παραλύει τα πάντα και όλοι οι πρόδρομοι δείκτες για το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς (οικονομικό κλίμα, καταναλωτική εμπιστοσύνη, κόκκινα δάνεια, εκροή καταθέσεων κλπ.) καταδεικνύουν ότι η ύφεση στην οικονομία βαθαίνει.
Όσο κι αν δεν θέλει κανείς να το παραδεχτεί, η κατάσταση αυτή δικαιώνει το ΔΝΤ που αμφισβητεί τις δυνατότητες της οικονομίας να ανακάμψει με το σημερινό μείγμα πολιτικής και πιέζει για όλο και περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Αποδυναμώνει ταυτόχρονα την διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης για «υπεραπόδοση» της οικονομίας.
Η Eurobank σε χθεσινή της ανάλυση εκτιμούσε πως το μικρό πισωγύρισμα του 2016 θα έχει αρνητική επίπτωση (carry over) τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ στους προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξης του 2017, και αυτό με τη σειρά του σύμφωνα με οικονομολόγους, δεν θα αφήσει αλώβητες τις επιδόσεις των φορολογικών εσόδων και των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Πλέον ο στόχος για ρυθμούς ανάπτυξης 2,7% στον οποίο στηρίζεται το τρίτο μνημόνιο, δείχνει ουτοπικός, αν και δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν όταν για αυτό έχουν προειδοποιήσει με όλους τους δυνατούς τρόπους οι οικονομολόγοι του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, οικονομικοί οργανισμοί όπως το ΙΟΒΕ (πρόβλεψη για ανάπτυξη 1,5%), τράπεζες και διεθνείς οίκοι αξιολόγησης.
Στην κυβέρνηση έχουν απόλυτη γνώση των στοιχείων αλλά εξακολουθούν βάσει του δικού τους σχεδίου να παίζουν καουμπόηδες και ινδιάνους γύρω από το φλεγόμενο κάρο της οικονομίας. Είναι προφανές πως δεν πιστεύουν στο πρόγραμμα το οποίο οι ίδιοι υπέγραψαν και αναζητούν αφορμές για να το αλλάξουν.
Η αντίληψή τους για τα πράγματα συνοψίζεται στη φράση κορυφαίου κυβερνητικού παράγοντα ότι «βρισκόμαστε σε φάση μετατοπίσεων των δανειστών προς τις ελληνικές θέσεις και αυτό θα απαιτήσει χρόνο για να γίνει».
Για την κυβέρνηση δεν παίζει ρόλο ο χρόνος ολοκλήρωσης της αξιολόγησης ακόμη και αν η καθυστέρηση αυξάνει τον κίνδυνο ατυχήματος. Πιστεύουν ότι όσο χειρότερες γίνονται οι συνθήκες στην οικονομία, τόσο περισσότερα αναπτυξιακά «αντίμετρα» και ελαφρύνσεις χρέους θα μπορέσουν να αποσπάσουν και γι’ αυτό βάζουν στο τραπέζι «πρωτότυπες λύσεις» όπως είναι η προσφυγή για δανεισμό στην Παγκόσμια Τράπεζα μέσω της οποίας ευελπιστούν.
Στο παρελθόν τέτοιες απόψεις αποδείχθηκαν λανθασμένες με μεγάλο κόστος για την οικονομία. Αν πιστέψουμε τις εκτιμήσεις ότι οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές δεν πρόκειται να έχουν καταλήξει σε κάποια «συνολική συμφωνία» μέχρι τον ερχόμενο Μάιο και όχι πριν το σύστημα φτάσει στα όρια του, κινδυνεύουμε πράγματι να ζήσουμε μια προμνησία του 2015.
Ήδη ο στόχος για ρυθμούς ανάπτυξης 2,7% στον οποίο στηρίζεται το τρίτο μνημόνιο, δείχνει ουτοπικός, αν και δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν όταν για αυτό έχουν προειδοποιήσει με όλους τους δυνατούς τρόπους οι οικονομολόγοι του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, οικονομικοί οργανισμοί όπως το ΙΟΒΕ (πρόβλεψη για ανάπτυξη 1,5%), τράπεζες και διεθνείς οίκοι αξιολόγησης.
Μόνο που αυτή τη φορά, ακόμη και αν οι συνθήκες είναι εμφανώς καλύτερες σήμερα, οι συνέπειες μπορεί να αποδειχθούν πολύ πιο επικίνδυνες.
Γιατί αν χαθεί αυτή η χρονιά που είναι η κρισιμότερη των τελευταίων ετών, στην επόμενη στροφή μας περιμένει στην καλύτερη περίπτωση ένα 4ο μνημόνιο, και στην χειρότερη η απροθυμία των δανειστών να μας ξαναδανείσουν.
Του Βασίλη Γεώργα
liberal.gr
Η αντίληψή τους για τα πράγματα συνοψίζεται στη φράση κορυφαίου κυβερνητικού παράγοντα ότι «βρισκόμαστε σε φάση μετατοπίσεων των δανειστών προς τις ελληνικές θέσεις και αυτό θα απαιτήσει χρόνο για να γίνει».
Για την κυβέρνηση δεν παίζει ρόλο ο χρόνος ολοκλήρωσης της αξιολόγησης ακόμη και αν η καθυστέρηση αυξάνει τον κίνδυνο ατυχήματος. Πιστεύουν ότι όσο χειρότερες γίνονται οι συνθήκες στην οικονομία, τόσο περισσότερα αναπτυξιακά «αντίμετρα» και ελαφρύνσεις χρέους θα μπορέσουν να αποσπάσουν και γι’ αυτό βάζουν στο τραπέζι «πρωτότυπες λύσεις» όπως είναι η προσφυγή για δανεισμό στην Παγκόσμια Τράπεζα μέσω της οποίας ευελπιστούν.
Στο παρελθόν τέτοιες απόψεις αποδείχθηκαν λανθασμένες με μεγάλο κόστος για την οικονομία. Αν πιστέψουμε τις εκτιμήσεις ότι οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές δεν πρόκειται να έχουν καταλήξει σε κάποια «συνολική συμφωνία» μέχρι τον ερχόμενο Μάιο και όχι πριν το σύστημα φτάσει στα όρια του, κινδυνεύουμε πράγματι να ζήσουμε μια προμνησία του 2015.
Ήδη ο στόχος για ρυθμούς ανάπτυξης 2,7% στον οποίο στηρίζεται το τρίτο μνημόνιο, δείχνει ουτοπικός, αν και δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν όταν για αυτό έχουν προειδοποιήσει με όλους τους δυνατούς τρόπους οι οικονομολόγοι του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, οικονομικοί οργανισμοί όπως το ΙΟΒΕ (πρόβλεψη για ανάπτυξη 1,5%), τράπεζες και διεθνείς οίκοι αξιολόγησης.
Μόνο που αυτή τη φορά, ακόμη και αν οι συνθήκες είναι εμφανώς καλύτερες σήμερα, οι συνέπειες μπορεί να αποδειχθούν πολύ πιο επικίνδυνες.
Γιατί αν χαθεί αυτή η χρονιά που είναι η κρισιμότερη των τελευταίων ετών, στην επόμενη στροφή μας περιμένει στην καλύτερη περίπτωση ένα 4ο μνημόνιο, και στην χειρότερη η απροθυμία των δανειστών να μας ξαναδανείσουν.
Του Βασίλη Γεώργα
liberal.gr